- εναλλακτικός
- -ή, -ό (AM ἐναλλακτικός, -ή, -όν)αυτός που εναλλάσσει ή εναλλάσσεται, που διαδέχεται ή αντικαθιστά άλλον, που μπορεί να μπει στη θέση άλλου («εναλλακτική λύση», «εναλλακτική κίνηση»)αρχ.(ειδ.) εναλλάκτης, κίναιδος.
Dictionary of Greek. 2013.